Ναυαρχείου, νησιά

Ναυαρχείου, νησιά
(Admiralty Islands). Νησιωτικό συγκρότημα (2.072 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού, που περιλαμβάνει περίπου 40 ηφαιστειογενή νησιά. Τα Ν.Ν. βρίσκονται στα Β της Νέας Γουινέας. Το μεγαλύτερο νησί είναι η Μανπς (1.600 τ. χλμ. , 22 000 κάτ.). Τα Ν.Ν. ανακαλύφθηκαν το 1616 και τα κατέλαβαν οι Γερμανοί από το 1885 έως το 1914 και στη συνέχεια βρέθηκαν υπό αυστραλιανή εντολή. Το 1942, τα νησιά κυριεύτηκαν από τους Ιάπωνες και απελευθερώθηκαν το 1944 από τις συμμαχικές δυνάμεις. Το 1945 αποδόθηκαν στην Αυστραλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • Μελανησία — (Melanesia). Μία από τις τρεις μεγάλες γεωγραφικές και ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις της Ωκεανίας, μαζί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Περιλαμβάνει τα εδάφη που εκτείνονται σε ακτίνα 5.600 χλμ. στο νοτιοδυτικό τεταρτημόριο του Ειρηνικού… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • οψιδιανός — Γενικός όρος για τα ηφαιστειακά πετρώματα έκχυσης, υαλώδους φύσης, που μέσα στη μάζα τους δεν περιέχουν ορυκτολογικά στοιχεία με μορφή κρυστάλλων. Ο όρος αυτός, επομένως, υποδηλώνει μάλλον τον τύπο της δομής και όχι ένα ειδικό πέτρωμα. Ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • Βίσμαρκ, αρχιπέλαγος — (Bismarck Archipelago).Νησιωτικό σύμπλεγμα (49.730 τ. χλμ.) του κράτους Παπούα Νέα Γουινέα στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό.Περιλαμβάνεται μεταξύ του Ισημερινού και νότιου γεωγραφικού πλάτους 7° και μεταξύ 145° και 155° ανατολικού μήκους. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”