Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… … Dictionary of Greek
Μελανησία — (Melanesia). Μία από τις τρεις μεγάλες γεωγραφικές και ανθρωπολογικές υποδιαιρέσεις της Ωκεανίας, μαζί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Περιλαμβάνει τα εδάφη που εκτείνονται σε ακτίνα 5.600 χλμ. στο νοτιοδυτικό τεταρτημόριο του Ειρηνικού… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… … Dictionary of Greek
οψιδιανός — Γενικός όρος για τα ηφαιστειακά πετρώματα έκχυσης, υαλώδους φύσης, που μέσα στη μάζα τους δεν περιέχουν ορυκτολογικά στοιχεία με μορφή κρυστάλλων. Ο όρος αυτός, επομένως, υποδηλώνει μάλλον τον τύπο της δομής και όχι ένα ειδικό πέτρωμα. Ανάλογα με … Dictionary of Greek
Βίσμαρκ, αρχιπέλαγος — (Bismarck Archipelago).Νησιωτικό σύμπλεγμα (49.730 τ. χλμ.) του κράτους Παπούα Νέα Γουινέα στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό.Περιλαμβάνεται μεταξύ του Ισημερινού και νότιου γεωγραφικού πλάτους 7° και μεταξύ 145° και 155° ανατολικού μήκους. Το… … Dictionary of Greek